τοιουτοσχημος

τοιουτοσχημος
    τοιουτόσχημος
    τοιουτό-σχημος
    2
    такой же формы Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τοιουτοσχημος" в других словарях:

  • τοιουτόσχημος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τέτοιο σχήμα, ο τέτοιου σχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. ἑτερό σχημος] …   Dictionary of Greek

  • τοιουτόσχημον — τοιουτόσχημος of such shape masc/fem acc sg τοιουτόσχημος of such shape neut nom/voc/acc sg τοιουτοσχήμων of such shape masc/fem voc sg τοιουτοσχήμων of such shape neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιουτοσχήμων — ονος, ὁ, ἡ, ουδ. τοιουτόσχημον, ΜΑ τοιουτόσχημος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ἀλλοιο σχήμων] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»